εμπρεσιονιστικός

εμπρεσιονιστικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον εμπρεσιονισμό ή έχει δημιουργηθεί κατά τις αρχές τού εμπρεσιονισμού («εμπρεσιονιστική ζωγραφική, πίνακας κ.λπ.»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εμπρεσιονιστικός, -ή — ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στον εμπρεσιονισμό ή τον εμπρεσιονιστή (βλ. λ.): Εμπρεσιονιστικός πίνακας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιμπρεσιονιστικός — ή, ό βλ. εμπρεσιονιστικός …   Dictionary of Greek

  • συμφωνικό ποίημα — Συμφωνική σύνθεση που συνδέεται με ένα εξωμουσικό πρόγραμμα. Πρέπει να υποθέσουμε πως ο προγραμματισμός της μουσικής δημιουργίας έχει πολύ παλιά καταγωγή και μάλιστα ότι αρχικά η μουσική είχε σχεδόν αποκλειστικά προγραμματική αξία. Είναι φανερό,… …   Dictionary of Greek

  • ιμπρεσιονιστικός — ιμπρεσιονιστικός, ή, ό και εμπρεσιονιστικός, ή, ό (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”